- ἐμπεδῶ
- ἐμπεδέωpres subj act 1st sg (attic epic doric)ἐμπεδέωpres ind act 1st sg (attic epic doric)ἐμπεδόωconfirmpres subj act 1st sgἐμπεδόωconfirmpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπεδώ — ἐμπεδῶ ( άω) (Α) δεσμεύω, δένω με πέδη … Dictionary of Greek
Ἐμπέδῳ — Ἔμπεδος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπέδῳ — ἔμπεδος in the ground masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπεδώνω — και εμπεδώ ( όω) (AM ἐμπεδῶ, όω) 1. στηρίζω σε στερεό έδαφος 2. στερεώνω, καθιστώ κάτι βέβαιο και ασφαλές («εμπεδώνω τις γνώσεις», «εμπεδώνω τη συνθήκη», «ἐμπεδῶ τὰς συνθήκας») 3. επιβεβαιώνω, επικυρώνω (όρκους, σπονδές, υποσχέσεις κ.λπ.) … Dictionary of Greek
АТТИКА — • Attĭca, ή Άττική (от ακτή, вместо ακτική), называлась раньше также Άκτή, «прибрежная страна», а у поэтов Μοψοπία, или Ίωνία, или Ποσειδωνια и была важнейшей из 8 областей, составлявших собственную (среднюю) Элладу. Она имела форму … Реальный словарь классических древностей
Питтакис, Кирьякос — Кирьякос Питтакис греч. Κυριάκος Πιττάκης Дата рождения … Википедия
ανεμπέδωτος — η, ο αυτός που δεν έχει εμπεδωθεί, δεν έχει σταθεροποιηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εμπεδώ( ώνω) Η λ. μαρτυρείται στον ιστορικό της φιλοσοφίας Μαργαρίτη Ευαγγελίδη (1850 1932)] … Dictionary of Greek
κατεμπεδώ — κατεμπεδῶ, όω (Μ) επιτ. τ. τού εμπεδώ (βλ. εμπεδώνω) … Dictionary of Greek
παρεμπεδώ — όω, Α καθιστώ κάτι ακόμη πιο στέρεο και ασφαλές, εξασφαλίζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐμπεδῶ «στηρίζω, καθιστώ κάτι ασφαλές»] … Dictionary of Greek
προσεμπεδώ — όω, Α [ἐμπεδῶ] στερεώνω επιπροσθέτως … Dictionary of Greek